DictionaryForumContacts

   English Greek
A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z   <<  >>
Terms for subject General (34563 entries)
peacetime emergency planning πολιτική άμυνα
peak αποκορύφωμα
peak ακμή
peak braking coefficient συντελεστής πέδησης κορυφής
peak load installations εγκαταστάσεις κάλυψης αιχμών
peak season υψηλή εποχή
peaks and chinstraps for headgear σκελετοί με ελατήρια για καπέλα που διπλώνουν, γείσα και υποσάγωνα, για την πιλοποιία
peanut σπέρμα αραχίδων
pearl onions πράσο το αμπελόπρασο
Peasants' Unity Committee Επιτροπή Αγροτικής ΄Ενωσης
pebble sampling device διάταξη δειγματοληψίας pebble
pectins πηκτίνες ; Ε 440
peculiar αλλόκοτη
peculiar αλλόκοτο
peculiar αλλόκοτος
Pedestal wash basins Νιπτήρες με κολώνα
Pedestal WC pan with close coupled cistern Λεκάνη αποχωρητηρίου με καζανάκι και στήριξη στο δάπεδο
pedigree certificate πιστοποιητικό καταγωγής
pedigree chart γενεαλογικό δένδρο
peel ξεφλουδίζω